λεβιές

λεβιές
ο, και λεβιέ, το
ο μοχλός τού κιβωτίου ταχυτήτων τού αυτοκινήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. levier < γαλλ. lever «υψώνω» < λατ. levare «σηκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • λεβιέ — το άκλ., και λεβιές, ο πληθ. ιέδες (λ. γαλλ.), είδος μοχλού, ο μοχλός του κιβωτίου ταχυτήτων του αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”